τρικέζα

τρικέζα
η, Ν
σκηνοθετικό μηχάνημα για τη δημιουργία εντυπωσιακών τρικ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. truqueuse, θηλ. του επιθ. truqueus «σχετικός με το τρικ» (< truquer < truc)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”